ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟΣ ΙΑΤΡΙΚΟΣ ΦΑΚΕΛΟΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Στην Ελλάδα άργησε κατά πολύ η εφαρµογή της Πληροφορικής στο δηµόσιο
τοµέα, ενώ στα δηµόσια νοσοκοµεία των µεγάλων αστικών κέντρων ξεκίνησε
περίπου κατά το τέλος της δεκαετίας του 1980, µε την χρήση προσωπικών
υπολογιστών σε κάποια τµήµατα κυρίως οικονοµικά. Παράλληλα το τµήµα
Πληροφορικής δεν είχε θεσµοθετηθεί στους περισσότερους οργανισµούς των
νοσοκοµείων, ενώ σε όποια υπήρχε, είχε ελάχιστο εξειδικευµένο προσωπικό. Ωστόσο
δεν υπήρχε εµφανές αποτέλεσµα στην παραγωγικότητα, αφού οι βασικές αλλαγές
στην κατανοµή και την οργάνωση της δουλειάς, που οφείλονται στην νέα τεχνολογία,
καταλήγουν αρχικά σε δυσλειτουργίες.
Κατά την δεκαετία 1990-2000 µέσω της σταδιακής προσαρµογής
αναπτύχθηκαν τα τοπικά δίκτυα, που επιτρέπουν την διασύνδεση, την επικοινωνία
και την ανταλλαγή πληροφορίας ανάµεσα σε αποµακρυσµένους υπολογιστές, ενώ
παράλληλα αναπτύσσονται οι βάσεις δεδοµένων που ισχυροποιούν και αξιοποιούν
την παραγόµενη πληροφορία σε περισσότερα τµήµατα, κυρίως διοικητικά και
καθόλου νοσηλευτικά/ιατρικά. Αρχικά οι βάσεις δεδοµένων χρησίµευαν απλά στην
6αυτοµατοποίηση µιας υπάρχουσας εργασίας, ενώ οι εργαζόµενοι εκπαιδεύονταν στην
εισαγωγή δεδοµένων στο νέο σύστηµα, χωρίς να γνωρίζουν τον τρόπο λειτουργίας,
αφού οι χρησιµοποιούµενοι αλγόριθµοι θεωρούνταν πολύ δύσκολοι. Παράλληλα δεν
υπήρχαν ενιαίες βάσεις διαχειριστικών δεδοµένων, µε συνέπεια κάθε νοσοκοµείο να
επιλέγει εφαρµογές χωρίς σχεδιασµό αποφεύγοντας τον άµεσο ανασχεδιασµό
ζητηµάτων οργάνωσης, κατευθύνοντας την νοσοκοµειακή διαχείριση σε µια
οργανωτική «µαύρη τρύπα», ενώ ελάχιστη σηµασία δόθηκε στην συλλογή και
ηλεκτρονική καταγραφή των κλινικών δεδοµένων ή στην έρευνα για τη δοµή του
ιατρικού φακέλου.
Οι ιατρικοί φάκελοι στα περισσότερα ∆ηµόσια νοσοκοµεία ακόµα και σήµερα
εξακολουθούν να είναι χειρόγραφοι, ογκώδεις, ασαφείς, δυσεύρετοι, δυσανάγνωστοι
ενώ πολλές φορές χάνονται, φθείρονται και αλλοιώνονται. Η αναζήτηση ιστορικών
και κλινικών δεδοµένων είναι πολύ δύσκολη, ενώ η εξαγωγή στατιστικών
συµπερασµάτων εντελώς αβέβαιη και πολύπλοκη. Ακόµα και στις ελάχιστες
περιπτώσεις που υπάρχει ατοµικός ηλεκτρονικός φάκελος, τα περιεχόµενα δεδοµένα
δεν µπορούν να επικοινωνήσουν ακόµα και µε το εσωτερικό δίκτυο του ιδίου
νοσοκοµείου, µε κυριότερη αιτία το ότι ο ηλεκτρονικός φάκελος και το
πληροφοριακό διαχειριστικό σύστηµα δεν έχουν ούτε την κατάλληλη διασύνδεση

ούτε την απαραίτητη διαλειτουργικότητα.
Πιο αναλυτικά η κλινική πληροφορία για τους εξωτερικούς ασθενείς
καταγράφεται χειρόγραφα από τους εφηµερεύοντες γιατρούς σε πράσινες καρτέλες,
και όταν ο ασθενής επαναεπισκεφθεί το νοσοκοµείο αποκτά νέα κάρτα είτε γιατί η
προηγούµενη χάθηκε σε κάποια ράφια, είτε γιατί καταχωρήθηκε µε διαφορετικό
όνοµα αποκτώντας άλλο αριθµό µητρώου. Ακόµα κι αν ο ασθενής έχει καταχωρηθεί
στο ∆ιαχειριστικό Πληροφοριακό σύστηµα αποκτώντας αυτόµατα έναν µοναδικό
Αριθµό Μητρώου από το Γραφείο Κίνησης ή τη Γραµµατεία Εξωτερικών ιατρείων,
οι γιατροί συνεχίζουν να αναζητούν την χειρόγραφη καρτέλα για να καταγράψουν τη
διάγνωση και το θεραπευτικό σχήµα, αρνούµενοι την καταγραφή όχι µόνο στο
τερµατικό τους, αλλά ακόµα και στο εκτυπωµένο έντυπο νοσηλείας. Απλές
προγραµµατισµένες επεµβάσεις ενώ είναι ήδη καταχωρηµένες στο ∆ιαχειριστικό
Πληροφοριακό σύστηµα και απαιτούν την χωρίς πολυπλοκότητα χειρισµού
ηλεκτρονική επιβεβαίωση από το αντίστοιχο ιατρικό/νοσηλευτικό προσωπικό,
εξακολουθούν να καταγράφονται στις πράσινες καρτέλες.
Στην περίπτωση των νοσηλευόµενων ασθενών η διαδικασία συµπλήρωσης
του ιατρικού φακέλου είναι το ίδιο ασαφής κυρίως ως προς τη διάγνωση και την
πορεία της νόσου και λιγότερο ως προς την συνταγογραφία, αφού στα περισσότερα
νοσοκοµεία εφαρµόζεται το ηλεκτρονικό ατοµικό συνταγολόγιο φαρµάκων. Η
ασάφεια αυτή είναι ιδιαίτερα εµφανής στις περιπτώσεις της διάγνωσης στο
ηλεκτρονικό εξιτήριο, στο οποίο οι διοικητικοί υπάλληλοι αντιγράφοντας στον ΗΥ
την χειρόγραφη διάγνωση εξόδου, αναγκάζονται να «µαντέψουν» το χειρόγραφο
κείµενο ή το κείµενο αυτό είναι πολύ γενικό, µη χαρακτηρίζοντας µε ευκρίνεια και
αξιοπιστία την διάγνωση. Για παράδειγµα η χειρόγραφη διάγνωση «οξεία βρογχίτις»
στο νοσοκοµείο Α αποτελεί έναν γενικό χαρακτηρισµό νόσου, ενώ σύµφωνα µε τη
διεθνή κωδικοποίηση ICD-10 µπορεί να σηµαίνει 10 διαφορετικές µορφές νόσου
(π.χ. J20.0 οξεία βρογχίτις οφειλόµενη στο µυκόπλασµα της πνευµονίας, J20.1 οξεία
βρογχίτις οφειλόµενη στο αιµόφιλο της ινφλουέντζας, J20.2 οξεία βρογχίτις
οφειλόµενη στο στρεπτόκοκκο κτλ). Η ίδια ασάφεια εµφανίζεται και στην εγγραφή
χρεώσιµου υλικού, αφού πολλά νοσοκοµεία δεν χρησιµοποιούν την ηλεκτρονική
ατοµική χρέωση υγειονοµικού υλικού, µε αποτέλεσµα λάθη κατά τον υπολογισµό του
κόστους και κακή οικονοµική διαχείριση. Μεγάλο επίσης πρόβληµα αποτελεί η
7ηλεκτρονική καταγραφή χειρουργικών επεµβάσεων και η µετεγχειρητική κατάσταση,
που µάλλον απαιτούν µορφή ελεύθερου κειµένου, µε συνέπεια την αποµόνωση της
κλινικής κατάστασης του ασθενή σε κάποιον φθαρµένο ογκώδη φάκελο, στοιχείο του
Αρχείου κάθε νοσοκοµείου [5].
Είναι συνεπώς αντιληπτό ότι οι γενικεύσεις στις διαγνώσεις εισόδου ή εξόδου
ενός ασθενούς όχι µόνο εµποδίζουν την στοιχειώδη πληροφορία για την κατάσταση
υγείας αλλά και δεν παρέχουν τη δυνατότητα της αποθήκευσης και διάχυσης αυτής
της πληροφορίας. Έτσι ο ανωτέρω ασθενής που εισήχθη αργότερα σε ένα νοσοκοµείο
Β συνοδευόµενος από τη γενική διάγνωση «οξεία βρογχίτις», υπόκειται σε πληθώρα
εργαστηριακών εξετάσεων ανίχνευσης πιθανού στρεπτόκοκου ή πνευµονίας ή
coxsackievirus, µε αποτέλεσµα την αλόγιστη αύξηση των δαπανών. Αξιοσηµείωτο
είναι ότι ακόµα και αν εισαχθεί στο αρχικό νοσοκοµείο Α, θα είναι πολύ δύσκολο να
βρεθεί ο χειρόγραφος φάκελός του, όποτε και πάλι θα επαναληφθούν άσκοπες
εξετάσεις, ενώ παράλληλοι µεγαλώνουν οι κίνδυνοι για την υγεία του (πχ χορήγηση
φαρµάκου στο οποίο παρουσιάζει αλλεργία). Μήπως όµως δεν έχει καθοριστεί ο
τρόπος και κάτω από ποια πρότυπα πρέπει να καταγράφονται οι ιατρικές αποφάσεις;

Σχολιάστε